- κεντρισμός
- ο1) полит, центризм; 2) см. κέντρισμα
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
κεντρισμός — κεντρισμός, ὁ (ΑΜ) [κεντρίζω] 1. κέντρισμα 2. μτφ. παρότρυνση … Dictionary of Greek
κεντρισμόν — κεντρισμός stimulatio masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)